- εὐσυνείδητοι
- εὐσυνείδητοςwith a good consciencemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
Στηλ, σερ Ρίτσορντ — (Steel). Άγγλος συγγραφέας, δοκιμιογράφος και πολιτικός (Δουβλίνο 1672 Κάμαρθεν 1729). Σπούδασε στην Οξφόρδη, ακολούθησε όμως το επάγγελμα του στρατιωτικού και το 1700 έγινε λοχαγός. Ασχολήθηκε έπειτα με τη δημοσιογραφία και την πολιτική και… … Dictionary of Greek